Αποτελεί άραγε η εξουδετέρωση του ΝΑΤΟ, το επόμενο σχέδιο Ρωσίας-Κίνας;

Το ΝΑΤΟ προέκυψε αρχικά ως μέσο αποτροπής κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σήμερα έχει αποκτήσει νέα πνοή ως αποτρεπτικό μέσο εναντίον της Ρωσίας.
Αποτελεί άραγε η εξουδετέρωση του ΝΑΤΟ, το επόμενο σχέδιο Ρωσίας-Κίνας;

Το ΝΑΤΟ προέκυψε αρχικά ως μέσο αποτροπής κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σήμερα έχει αποκτήσει νέα πνοή ως αποτρεπτικό μέσο εναντίον της Ρωσίας.

Ιβάν Τιμοφέεφ

Διευθυντής προγράμματος της Λέσχης Βαλντάι

Η ευρωατλαντική περιοχή δεν έχει βιώσει μια κρίση όπως είναι η σημερινή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο αυτό δημιούργησε μια ευκαιρία για πραγματική αλλαγή

Στην ετήσια ομιλία του στη ρωσική Ομοσπονδιακή Συνέλευση στις 29 Φεβρουαρίου 2024, ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν τόνισε την ανάγκη για ένα νέο πλαίσιο ισότιμης και ολοκληρωμένης ασφάλειας στην Ευρασία. Εξέφρασε επίσης την ετοιμότητα της χώρας να συμμετάσχει σε μια ουσιαστική συζήτηση για το θέμα αυτό με τα αρμόδια μέρη και οργανισμούς.

Η πρωτοβουλία συνεχίστηκε κατά την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην Κίνα αυτόν τον μήνα. Ο κορυφαίος διπλωμάτης της Μόσχας ενημέρωσε τον Τύπο για τη συμφωνία με την Κίνα να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με τη δομή της ασφάλειας στην Ευρασία- ένα θέμα που συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Το γεγονός ότι η πρόταση του Πούτιν περιλαμβανόταν στην ατζέντα των συνομιλιών μεταξύ των δύο μεγάλων χωρών υποδηλώνει ότι μπορεί να λάβει συγκεκριμένη πολιτική υπόσταση, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πλευρά.

Πρώτον, το ευρωατλαντικό σχέδιο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό θεσμικής ολοκλήρωσης. Βασίζεται σε ένα στρατιωτικό μπλοκ (ΝΑΤΟ) το οποίο προβλέπει αυστηρές υποχρεώσεις για τα μέλη του. Παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Βορειοατλαντική Συμμαχία όχι μόνο επιβίωσε αλλά διευρύνθηκε συμπεριλαμβάνοντας πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το ΝΑΤΟ είναι το μεγαλύτερο και ιστορικά το πλέον μόνιμο στρατιωτικό μπλοκ.

Δεύτερον, το μεταψυχροπολεμικό ευρωατλαντικό σχέδιο απέτυχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της κοινής και επιμερισμένης ασφάλειας για όλα τα κράτη της περιοχής. Θεωρητικά, ο ΟΑΣΕ θα μπορούσε να συγκεντρώσει, σε μια ενιαία κοινότητα, τόσο τις χώρες του ΝΑΤΟ όσο και τις χώρες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας. Αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο ΟΑΣΕ έχει υποστεί μια διαδικασία πολιτικοποίησης που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δυτικών χωρών.

Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία είδε όλο και περισσότερο την επέκταση του ΝΑΤΟ ως απειλή για τη δική της ασφάλεια. Μηχανισμοί όπως το Συμβούλιο Ρωσίας-ΝΑΤΟ δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες εντάσεις. Η έλλειψη αποτελεσματικών και ισόνομων θεσμών που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις ανησυχίες της Ρωσίας και να την ενσωματώσουν πλήρως σε ένα κοινό πλαίσιο ασφάλειας την οδήγησε σε αυξανόμενη αποξένωση και, τελικά, σε κρίση στις σχέσεις με τη Δύση.

Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από την επιδείνωση του καθεστώτος ελέγχου των εξοπλισμών και την υπόσκαψη των κανόνων ασφαλείας, στο πλαίσιο των στρατιωτικών επιχειρήσεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και των παρεμβάσεών τους στα μετασοβιετικά κράτη. Το αποκορύφωμα αυτών των γεγονότων υπήρξε η ουκρανική κρίση, η οποία έχει εισέλθει στη στρατιωτική της φάση και θα καθορίσει σε τελευταία ανάλυση την τελική διαμόρφωση των αναδυόμενων διαφορών στον τομέα της ασφάλειας στην Ευρώπη.

Η ευρωατλαντική περιοχή δεν υφίσταται πλέον ως ενιαία κοινότητα ασφαλείας. Αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από ασύμμετρη διπολικότητα, με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία από τη μία πλευρά και τη Ρωσία από την άλλη.

Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, έχει αναδυθεί μια εντεινόμενη και αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ. Η σύγκρουση αυτή δεν έχει ακόμη κλιμακωθεί σε μια πλήρη στρατιωτική φάση, αλλά εκδηλώνεται με διάφορες άλλες διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του πληροφοριακού πολέμου και της παροχής άμεσης και ολοκληρωμένης στρατιωτικής βοήθειας από τις δυτικές χώρες προς την Ουκρανία.

Η ευρωατλαντική περιοχή δεν έχει αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προκλήσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό υποδηλώνει ότι το ευρωατλαντικό πλαίσιο ασφαλείας, που βασίζεται στις αρχές της ισότιμης και αδιαίρετης ασφάλειας, δεν υφίσταται πλέον.

Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί κανείς να ελπίζει σε μια μείωση της έντασης της τρέχουσας κρίσης μέσω μιας νέας ισορροπίας ισχύος και μιας αμοιβαίας αποτρεπτικής ικανότητας, αναγνωρίζοντας παράλληλα τα αναδυόμενα χάσματα ασφαλείας. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να υπάρξει μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, με την πιθανότητα πυρηνικής κλιμάκωσης.

Η εμπειρία της αποτυχίας του ευρωατλαντικού σχεδίου αναδεικνύει την ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου με διαφορετικές αρχές και θεμέλια. Πρώτον, αυτό το νέο πλαίσιο θα πρέπει να βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ πολλών παραγόντων και όχι αποκλειστικά στην επικυριαρχία ενός και μόνο μέρους, όπως συμβαίνει με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο ΝΑΤΟ.

Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό ότι έχουν αρχίσει διαβουλεύσεις για θέματα ευρασιατικής ασφάλειας μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας – δύο μεγάλων δυνάμεων και μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Αυτό υποδηλώνει ότι γίνονται τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου που βασίζεται στο διάλογο και την αμοιβαία ευθύνη και όχι στην αρχή της κυριαρχίας μιας και μόνο δύναμης. Τα βήματα αυτά, ωστόσο, δεν περιορίζονται στις διμερείς ρωσοκινεζικές σχέσεις, αλλά αφήνουν επίσης περιθώρια για τη συμμετοχή και άλλων χωρών που ενδιαφέρονται να συμβάλουν σε αυτή τη προσπάθεια. Οι αρχές του επιμερισμού των ευθυνών και της έλλειψης ηγεμονισμού μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Μια άλλη αρχή που αξίζει να εξεταστεί είναι αυτή της πολυδιάστατης ασφάλειας. Δεν περιορίζεται σε στρατιωτικά ζητήματα (αν και αυτά παραμένουν θεμελιώδη), αλλά περιλαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων των “υβριδικών απειλών”, όπως είναι οι εκστρατείες παραπληροφόρησης, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και η πολιτικοποίηση της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Άλλωστε η ανεπίλυτη φύση αυτών των ζητημάτων στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης υπήρξε μία από τις προϋποθέσεις για την τρέχουσα κρίση. Η συζήτηση για μια νέα δομή ασφάλειας θα μπορούσε να συμπεριλάβει τέτοια ζητήματα ήδη σε πρώιμο στάδιο. Η αρχή του αδιαίρετου της ασφάλειας, η οποία δεν έχει υλοποιηθεί στο ευρωατλαντικό σχέδιο, θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελέσει βασική αρχή για την περιοχή της Ευρασίας.

Η έναρξη των διαβουλεύσεων μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου σχετικά με ένα νέο πλαίσιο ασφάλειας, φυσικά, δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη τη δημιουργία μιας στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας που θα μοιάζει με το ΝΑΤΟ. Μάλλον, είναι πιθανό να γίνουμε μάρτυρες μιας παρατεταμένης διαδικασίας ανάπτυξης και βελτίωσης του περιγράμματος και των προδιαγραφών του νέου πλαισίου. Αρχικά, αυτό μπορεί να λάβει τη μορφή μιας πλατφόρμας διαλόγου ή διαβούλευσης μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς το βάρος υπερβολικών οργανωτικών ή θεσμικών υποχρεώσεων.

Οι επακόλουθες αλληλεπιδράσεις μπορούν να εξελίσσονται κατά περίπτωση, αντιμετωπίζοντας συγκεκριμένες ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της ασφάλειας στον ψηφιακό χώρο. Για το σκοπό αυτό μπορούν να αξιοποιηθούν υφιστάμενα θεσμικά όργανα και οργανισμοί, όπως είναι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO). Η αποκτηθείσα εμπειρία θα μπορούσε στη συνέχεια να μετατραπεί σε μόνιμους θεσμούς που θα επικεντρώνονται σε ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων ασφάλειας.

Ένα σημαντικό ζήτημα θα είναι ο λειτουργικός προσανατολισμός της νέας δομής. Το ΝΑΤΟ προέκυψε αρχικά ως μέσο αποτροπής κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σήμερα έχει αποκτήσει νέα πνοή ως αποτρεπτικό μέσο εναντίον της Ρωσίας.

Είναι πιθανό ότι η νέα δομή ασφάλειας στην Ευρασία θα μπορούσε επίσης να προσαρμοστεί στην αποτρεπτική λειτουργία.

Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα βρίσκονται σε κατάσταση αντιπαλότητας και ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, αν και στην περίπτωση της Ρωσίας η κατάσταση έχει εισέλθει σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση, ενώ για την Κίνα δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί απόλυτα, ως τέτοια ακόμη. Πάντως η ιδέα της από κοινού αντιμετώπισης των ΗΠΑ έχει συναντήσει υποστήριξη τόσο στη Μόσχα όσο και στο Πεκίνο.

Ταυτόχρονα, η διαμόρφωση μιας δομής ασφαλείας αποκλειστικά για την απόκρουση της Ουάσινγκτον περιορίζει τη δυνητική διεύρυνση του εν λόγω σχεδίου με τη συμμετοχή άλλων χωρών. Ορισμένα ευρασιατικά κράτη βασίζονται σε μια πολιτική πολλαπλών συντελεστών και είναι απίθανο να προθυμοποιηθούν να συμμετάσχουν σε μια δομή που αποσκοπεί στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ. Αντίθετα, ένας μεγάλος αριθμός συμμετοχόντων θα μπορούσε να αποδυναμώσει την ατζέντα της ασφάλειας και να την περιορίσει σε ένα γενικό ζήτημα που δεν απαιτεί συγκεκριμένη, συντονισμένη δράση.

Επί του παρόντος, υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις παραμέτρους ενός ευρασιατικού πλαισίου ασφάλειας. Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο μέσω της διπλωματικής οδού όσο και μέσω του διαλόγου μεταξύ διεθνών εμπειρογνωμόνων από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

Πηγή: https://www.rt.com/

Κοινοποιήστε:
Δίκτυο Σεισάχθεια
Δίκτυο Σεισάχθεια
Άρθρα: 24804

Discover more from Σεισάχθεια

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from Σεισάχθεια

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading